Τέταρτο μέρος, σήμερα, του άρθρου μας για την αυτονόμηση στην ιερά Ψαλμωδία. Ερχόμαστε, πλέον, στην καρδιά τού προβλήματος. Αλλά, ας θυμηθούμε εν ολίγοις όσα έχουμε γράψει έως τώρα:
-Η «αυτονόμηση» ως σπουδαιοτάτη θεολογική έννοια αναφέρεται στην επιθυμία και πράξη τού Εωσφόρου να επαναστατήσει κατά τού Δημιουργού του, του Αγίου Τριαδικού Θεού, επιζητώντας την «αυτοθέωσή» του (= να ανακηρύξει τον εαυτό του θεό).
-Η αυτονόμηση του Εωσφόρου, ο οποίος εξ αιτίας τής κακίας του κατέστη Σατανάς, παρέσυρε και δαιμονοποίησε πλήθος αγγέλων που υιοθέτησαν τη στάση του.
-Έπειτα, ο Διάβολος από παράλογο και ανυπέρβλητο φθόνο εστράφη κατά των ανθρώπων, των Πρωτοπλάστων, στους οποίους κατηγόρησε και διέβαλε τον Θεό ως κακό και πονηρό. Έτσι, επέτυχε την παρακοή τους στο άγιο και άδολο Θέλημα του Κυρίου και επέφερε την Πτώση τους.
-Έκτοτε, ο μεταπτωτικός άνθρωπος αναγκάζεται να ζήσει αυτονομημένος μακριά από τον Θεό και υπό την κυριαρχία τού Διαβόλου ζει αμαρτωλά και ανυπάκουα. Όσο αμαρτάνει, αυτονομείται. Όσο αυτονομείται, τόσο βυθίζεται σε ένα αμαρτωλό βίο χωρίς ελπίδα και στήριγμα.
-Ο Πανάγαθος Θεός, προγνωρίζοντας την Πτώση των Πρωτοπλάστων, τους προίκισε κατά τη δημιουργία με σωματικές ικανότητες, που αποτρέπουν την εξαφάνισή τους από τον σωματικό θάνατο (π.χ., το γενετήσιο ένστικτο αναπαραγωγής) και τους χάρισε πνευματικές δεξιότητες, διά των οποίων λαμβάνουν μικρή παρηγορία στον σκοτεινό και οδυνηρό βίο τους. Ο Πολιτισμός και οι Τέχνες είναι καρπός αυτών των δεξιοτήτων και προέκυψαν από την κατηραμένη γενιά τού αδελφοκτόνου Κάιν.
-Αν ο άνθρωπος είχε παραμείνει Πνευματικός (προσοχή· όχι άσαρκος, αλλά καθοδηγούμενος από το Πανάγιο Πνεύμα, δηλαδή, όπως ήταν πριν την Πτώση του), τότε, δεν θα του χρειαζόταν ούτε Πολιτισμός, ούτε Τέχνες, ούτε τα προϊόντα αυτών.
-Όμως, ο μεταπτωτικός άνθρωπος χρησιμοποιεί τις σωματικές του ικανότητες και καλλιεργεί τις πνευματικές του δεξιότητες κατά τρόπο αυτονομημένο από τον Θεό, πέρα και μακριά από το Άγιο Θέλημά Του, με αποτέλεσμα να καταντά να λατρεύει την κτίση και τα κτίσματα, εν τέλει και τον ίδιο του τον εαυτό, με μια ακατάσχετα συσκοτισμένη και απολύτως τυφλή ειδωλολατρεία. Ο Πολιτισμός, οι Τέχνες, οι ικανότητες ή οι δεξιότητές του έγιναν πλέον αυτοσκοποί, που έπαψαν να τον υπηρετούν και, μάλιστα, στρέφονται εναντίον του.
-Η στροφή στον ουμανισμό (ανθρωπισμό) έθεσε μεν τον άνθρωπο στο κέντρο τού βίου, αλλά, δυστυχώς, ο ουμανισμός αυτός αναπτύχθηκε κατά τρόπο τελείως αυτονομημένο από τον Θεό («Θεέ, δεν σε χρειαζόμαστε»), γι’ αυτό περιέπεσε στην εξουσία τής δαιμονικής και ανθρώπινης πλεονεξίας και αδηφαγείας. Έτσι, δεν είναι ικανός να φέρει τα ποθούμενα αποτελέσματα, της ειρήνης, ισότητας, ισονομίας, ελευθερίας, σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τα όμοια.
-Συχνά, ακούγονται απεγνωσμένες κραυγές για στροφή τού ουμανισμού προς τον άνθρωπο, αλλά κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατόν να συμβεί χωρίς την απόλυτη και αδέκαστη δικαιοσύνη και αγάπη τού Αγίου Τριαδικού Θεού. Οπότε… το πλοίο τής ανθρωπότητας αρμενίζει στραβά, χωρίς προορισμό.
-Αν ο Πολιτισμός και η Τέχνη έμπαιναν στην υπηρεσία τού ανθρώπου, να τον βοηθήσουν να γίνει ανώτερος άνθρωπος, πνευματικά και ηθικά, τότε Πολιτισμός και Τέχνη θα ήταν κάτω από αυτόν, δεν θα αναπτύσσονταν αυτονομημένα, επομένως, θα ήταν ανεκτά και ευλογημένα από τον Κύριο.
-Τέλος, αν ο άνθρωπος δεν μείνει απλώς στην κατάσταση «ο Πολιτισμός και η Τέχνη για τον άνθρωπο», αλλά περάσει στην εξιδανίκευση του πράγματος, «ο Πολιτισμός και η Τέχνη για τον Κύριο», τότε Πολιτισμός και Τέχνη θα αναγνωρίζονται από τον άνθρωπο και θα καλλιεργούνται ως δωρεές τού Θεού, ως χαρίσματα («τάλαντα»), ώστε, εν τέλει, θα επιστρέφονται στον Κύριο και θα ανταποδίδονται στο Πρόσωπό Του ως καρπός ευγνωμοσύνης, αφοσιώσεως και αγάπης.
Εδώ θα πρέπει να τοποθετηθεί το ζήτημα της ιεράς Ψαλμωδίας, η οποία ως Λατρευτική Τέχνη αποτελεί αντιπροσφορά τού ανθρώπου προς τον Κύριο. Ο Δημιουργός μάς δωρίζει τη φωνή με όλο τον απαραίτητο «εξοπλισμό» και εμείς οφείλουμε να εργαζόμαστε, να φυλάσσουμε τη δωρεά Του, και να Του την επιστρέφουμε ως καρπό τού κόπου μας και προϊόν βαθιάς αγάπης και ευγνωμοσύνης.
Τι συμβαίνει, όμως, αν η Ψαλμωδία εκτρέπεται από τον σκοπό της και μετασχηματίζεται σε αυτοσκοπό που εξυπηρετεί ταπεινά ή εφάμαρτα ανθρώπινα ελατήρια και αμαρτωλά πάθη; Τότε η Τέχνη αυτή, παρά την ιερότητά της και τη σωστική της αποστολή, εκπίπτει σε ένα αυτονομημένο και ειδωλοποιημένο ανθρώπινο έργο, μη ευάρεστο στον Θεό, το οποίο θα σταθεί αφορμή τής δικαίας Του οργής – μάλλον, ορθότερον – της δικαίας Αυτού αποστροφής και εγκαταλείψεως.
Αυτά ως υπενθύμιση των προηγούμενων άρθρων. Ας δούμε, όμως, τις μορφές αυτονομήσεως στην Ιεροψαλτική Πράξη, καταστάσεις που οφείλονται σε αυτονόμηση ή επιφέρουν αυτονόμηση των προσώπων που διακονούν την Ψαλτική. Πρόκειται για πνευματικές αστοχίες μας ή ακόμη και για συνέπειες βαρέων, χρονίων και συνήθως μη συνειδητοποιημένων παθών μας:
Όταν ως ιεροψάλτης αδιαφορώ για την πνευματική πρόοδο του εκκλησιάσματος και αποβλέπω στην προσωπική μου ικανοποίηση από τη μουσική μου απόδοση κατά τις στιγμές της θείας Λατρείας, αυτό που συχνά λέμε, «μεράκι», «μερακλώθηκα», αυτονομούμαι. Στην πραγματικότητα πρόκειται για καρπό της φιλαυτίας μου.
Όταν επιλέγω να ψάλλω νεοφανείς συνθέσεις άκρατης φωνητικής επιδείξεως, ξένες προς τα παραδεδομένα εκκλησιαστικού ύφους και ήθους μέλη και ακατάλληλες για υποβοήθηση του πιστού σε κατανόηση του λόγου των ιερών κειμένων και προσευχή, αυτονομούμαι. Πρόκειται για κατάσταση μανιώδους αυτοπροβολής και καρπό άκρατου εγωκεντρισμού.
Όταν ψάλλω στραμμένος προς το εκκλησίασμα, εξετάζοντας εάν με παρατηρεί την ώρα που ασκώ την ιερά Ψαλμωδία και απολαμβάνω τη νοσηρή χαρά πως αποτελώ το επίκεντρο της συνάξεως, αυτονομούμαι. Έχω συλήσει την προσευχή του λαού, έχω κλέψει τους πιστούς από τα χέρια του Σωτήρος Χριστού, ο Οποίος αδιαλείπτως σταυρούται γι’ αυτούς και για μένα, και τους έλκω επάνω μου κατά τρόπον, ο οποίος δεν διαφέρει και πολύ από το Εωσφορικό πάθος για προσκύνηση.
Όταν, παρά τα ελλιπή μου φωνητικά ή τεχνικά προσόντα, επιμένω κατά την άσκηση της ιεράς Ψαλμωδίας να αναμετρώμαι με μελοποιήσεις σύνθετες, δύσκολες και πολύ ανώτερες των δυνατοτήτων μου, αυτονομούμαι. Το φοβερό πάθος της οιήσεως με διακατέχει, ώστε να υπερεκτιμώ τις δυνάμεις μου και να μη θέλω να παραδεχθώ, ούτε καν να εξετάσω τις αδυναμίες μου.
Όταν με τη συμπεριφορά μου στο ιερό Αναλόγιο απομακρύνω ή διώκω οποιονδήποτε θα επιθυμούσε να συμψάλει και να συμπροσευχηθεί μαζί μου, ιδίως τους νέους, αυτονομούμαι. Έχω απωλέσει τη φιλαδελφεία μου.
Όταν αυθαιρέτως αδιαφορώ και παραβαίνω τους Κανόνες της Εκκλησίας που απαγορεύουν τη χρήση συνοδευτικών μουσικών οργάνων κατά την Ψαλμωδία, αυτονομούμαι. Διακατέχομαι από τρομακτική άρνηση υπακοής στην Ορθόδοξη Παράδοση, μόνο για να ικανοποιώ τη φιλαυτία μου. Όταν, μάλιστα, φθάνω να υποστηρίζω υποκριτικώς, ότι ο λεγόμενος «Ηλεκτρονικός Ισοκράτης» δεν είναι όργανο, επειδή μιμείται την ανθρώπινη φωνή, τότε εμφορούμαι από φοβερή υποκρισία. Δεν διστάζω να υιοθετήσω την αιρετική τακτική, «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα».
Όταν αρνούμαι τη συμμετοχή μου στον λατρευτικό Χορό των Ψαλτών λόγω υπεροψίας, εγωισμού, ή οιήσεως (στάση του τύπου, «δεν συμμετέχω σε Χορούς κατωτέρους της αξίας μου»), ή, αντιθέτως, για λόγους αισθημάτων κατωτερότητος (complex), που είναι η άλλη όψη τού ίδιου πάθους, του εγωισμού (σκέψεις του τύπου, «ποιος είμαι εγώ για να συμμετέχω στον ψαλτικό Χορό»· κλέψιμο εκ δεξιών, δηλαδή), αυτονομούμαι. Στην πραγματικότητα, στη δεύτερη περίπτωση, μαστίζομαι από φοβερή φιλαρέσκεια και ανθρωπαρέσκεια.
Εάν για χάρη της Ψαλτικής διαταράσσω τις σχέσεις μου με τους άλλους, αυτονομούμαι, είτε το αντιλαμβάνομαι είτε όχι.
Εάν έχω εμμονές για την τυπολατρική τήρηση του Τυπικού εις βάρος τής Οικονομίας υπέρ των αναγκών τής Κοινότητας ή εις βάρος της Φιλαδελφείας, αυτονομούμαι ανεπανόρθωτα.
Εάν εμμένω στην τυπολατρική εκτέλεση των μελών, με προσήλωση στην απόδοση των ποιοτικών (φωνητικών) ποικιλμάτων, με σχολαστική απόσπαση της προσοχής μου επί των μουσικών μικροδιαστημάτων ή ρυθμικών σχημάτων, αυτονομούμαι, δίχως να αντιλαμβάνομαι ότι ειδωλοποιώ έννοιες όπως «θεωρία», «σημειογραφία», «ρυθμός», και άλλα σχετικά.
Θα συνεχίσουμε και στο άρθρο τής επομένης Κυριακής. Έχουμε πολλά ακόμη να πούμε. Αλλά πριν κλείσω, επιτρέψτε μου να μεταφέρω ένα απόσπασμα από ομιλία τού οσίου Εφραίμ τού Σύρου με τίτλο «Για τη διόρθωση αυτών που ζουν με εμπάθεια και απαιτούν τιμές»: Με εκφράζει απόλυτα: «Πιστεύσατε, αδελφοί μου, από πάντων ων παρήνεσα υμίν φυλάττεσθαι, ένοχος αυτών ειμι εγώ· αλλά καν υμείς καθαροί γένησθε, εγώ γαρ βεβορβόρωμαι ταις αμαρτίαις, αλλά σπουδάσατε διά τής καλής υμών μετανοίας καμέ εξαγοράσαι. Πιστεύσατε, αφ’ ων ελάλουν, ουδέν εφύλαξα· αλλ’ υμείς τω έργω κοσμήσατε τους εμούς λόγους. Πιστεύω γαρ υμάς αμώμους ευρεθήναι· εγώ δε κατακέκριμαι υπέρ ων λέγω και ου ποιώ». Ευλογείτε, αδερφοί!
Πηγή : Εφημερίδα Θεσσαλία https://e-thessalia.gr/i-aytonomisi-stin-ekklisiastiki-psaltiki-techni-2/