Ανακοίνωση στη Διημερίδα «Ιστορίες και Τραγούδια με δυο Πατρίδες –
1924 – 2024, Εκατό χρόνια από την Ανταλλαγή Πληθυσμών Ελλάδας – Τουρκίας»
Ο ιδιαίτερος βίος τού Παναγιώτη Αχειλά. Ο βίος τού κυρ-Παναγιώτη ήταν ιδιαίτερος. Από κοινωνικής πλευράς, άψογος οικογενειάρχης, με ήθος μοναδικό, ηθική απαρασάλευτη, με αρχοντιά μέσα στην φτώχεια, με μια καρδιά απλωμένη χαλί στα πόδια οποιουδήποτε, με απίστευτη εντιμότητα που έφθανε σε ακρότατο βαθμό, με μπέσα αδιαπραγμάτευτη και με λόγο ακλόνητο, αμετακίνητο από τις αρχές του. Τσιγάρο, αλκοόλ, άλλες καταχρήσεις, συνηθέστατες στον χώρο των μουσικών, αλλά και ακαταστασίες ηθικές, ούτε καν διενοήθηκε ποτέ να δοκιμάσει. Την αφιλαργυρία του και τη φιλανθρωπία του θα τις χαρακτηρίσω παροιμιώδεις. Βρέθηκα αμέτρητες φορές μάρτυρας φιλότιμων χειρονομιών του προς ανήμπορους πελάτες του στο κουρείο ή στο φωτογραφείο. Φύγε, φύγε, έλεγε, και το πρόσωπό του φωτιζόταν με μια απερίγραπτη γλυκύτητα. Πλείστες όσες φορές έπεσε θύμα αυτής τής ανιδιοτελούς αγάπης του, αλλά ποτέ δεν μετάνιωσε. Τού ζητούσαν δανεικούς φακούς, φίλμ ή φλας φωτογραφικών μηχανών τής εποχής, που δεν τα επέστρεφαν ποτέ· αλλά και ποτέ δεν τον άκουσα να γογγίσει. Και μη φανταστεί κανείς ότι υπερβάλλω ή ότι έχω τάση για ωραιοποίηση των πραγμάτων. Ειλικρινά, όχι· ούτε ελάχιστα. Μάλιστα, γράφοντας, δυσκολεύτηκα πολύ να βρω τις κατάλληλες λέξεις γι’ αυτήν την περιγραφή.
Ο κυρ-Παναγιώτης θεράπευε την αγάπη του για την μουσική, ιδιαίτερα την Αραβοπερσική, κάνοντας πολλά – πολλά έξοδα γι’ αυτήν. Η αγορά μουσικών οργάνων, μάλλον, ήταν το αραιότερο, άρα και μικρότερο έξοδό του. Η αγορά βιβλίων μουσικής είχε κόστος μεγαλύτερο, γιατί ήταν τακτικότερη. Εκείνο, όμως, που δεν μπορεί να υπολογισθεί, είναι το σύνολο των χρημάτων για την αγορά κασετών· κασετών άδειων, άγραφων [δεν ξέρω πόσοι θυμούνται, πλέον, τις κασέτες, τα κασετόφωνα και τα περίφημα Walkman], κασέτες οι οποίες καθημερινά γράφονταν και γέμιζαν ως το τελευταίο τους δευτερόλεπτό τους.
Ο κυρ-Παναγιώτης κάθε βράδυ -το λέγω χωρίς υπερβολή- κάθε βράδυ, αγρυπνούσε. Έπιανε τα προγράμματα των Ραδιοφωνικών Σταθμών τής Ανατολής, ιδιαιτέρως τής Τουρκίας και άκουγε μουσική. Επειδή γνώριζε αρκετά την Τουρκική γλώσσα, αφουγκραζόταν τις τούρκικες εκπομπές, οι οποίες δεν έπαιζαν απλώς μουσική, αλλά πριν από κάθε μουσικό κομμάτι εξηγούσαν τα Μακάμ, τα ταξίμια, τα θεωρητικά ζητήματα των συνθέσεων, και έδιναν πλήθος άλλων πληροφοριών για τους συνθέτες και την εποχή τους. Όλα αυτά κάθε βράδυ, το επαναλαμβάνω, ο κυρ-Παναγιώτης όχι μόνο τα άκουγε, αλλά και τα ηχογραφούσε! Στίβες ολόκληρες από κασέτες ήταν τοποθετημένες σε ράφια, ερμάρια, ντουλάπια και ντουλάπες, στο πάτωμα, παντού. Όχι ανοικοκύρευτα και άτακτα. Με τάξη και προσοχή, με σύστημα, τέτοιο ώστε ήξερε πού θα εύρει το καθετί. Κι όταν είχε κάποιο φοβερό απόκτημα, το έβαζε στους επισκέπτες του να το ακούσουν. Το έβαζε σ’ ένα τεράστιο κασετόφωνο, πού είχε πάνω σε ένα ντουλάπι γεμάτο με -τι άλλο;- με κασέτες, στα δεξιά μπαίνοντας στον πίσω χώρο, εκεί που φωτογράφιζε, δίδασκε όλα τα όργανα ή έκανε πρόβες μουσικής.
Μερικά μόνο δείγματα τής ηθικής τού Παναγιώτη Αχειλά. Κάποτε ο κυρ-Παναγιώτης αξιώθηκε να πάει στην Πόλη· πρώτη φορά στη ζωή του. Έκτοτε, πήγαμε μία ακόμη φορά μαζί· εκείνος, εγώ και ο επίσης μακαριστός πατέρας μου.
Εκ των «ων ουκ άνευ» μιας εκδρομής με πούλμαν στην Κωνσταντινούπολη είναι να πάνε ένα βράδυ οι εκδρομείς στα λεγόμενα «χανουμάκια», στα γνωστά «χλιδάτα» κέντρα διασκεδάσεως, με τις τεράστιες φοβερές ορχήστρες αραβοπερσικής και τουρκικής μουσικής και τα λοιπά συνακόλουθα. Πήγε κι ο κυρ-Παναγιώτης στα «χανουμάκια», αλλά άφησε το τραπέζι του, την παρέα του και πήγε μόνος του μπροστά – μπροστά. Πήγε και καρφώθηκε στον μουσικό που έπαιζε Κανονάκι, τον Σερίφ Ντεντέογλου. Πώς ξέρουμε το όνομά του; Μεγάλη ιστορία.
Όλο το βράδυ έμεινε εκεί, όρθιος σε μια γωνιά, με τα δυό του χέρια μπροστά στα χείλη του και τις χούφτες τη μια μέσα στην άλλη, εκστατικός και ενθουσιασμένος. Δεν έφαγε και δεν ήπιε τίποτε. Το μόνο που απέσπασε την προσοχή του ήταν πως, ξαφνικά, εισήλθε στο μουσικό εκείνο μέγαρο ένας ζάπλουτος Εμίρης με πολυπληθέστατη συνοδεία. Και μου σχολίασε ο μακαρίτης. – Κωστάκη μου, είπα τότε στον εαυτό μου. Να, ο Εμίρης και να ο κακομοίρης! [Το χιούμορ του ήταν λεπτό, ευγενικό, πηγαίο και όταν γελούσε, γελούσε ήρεμα, σεμνά, έφερνε πάλι τις παλάμες του στα χείλη του, αλλά γελούσε με μεγάλη ευχαρίστηση, σείοντας όλο του το κορμί].
Μόλις τελείωσε το πρόγραμμα του κέντρου, αργά τα χαράματα, περίμενε τον μουσικό που έπαιζε το Κανόνι, του μίλησε στην τουρκική, ασφαλώς με μεγάλο άγχος, του συστήθηκε, τον συνεχάρη με ειλικρίνεια και συναδελφική εκτίμηση, έσκυψε, τού άρπαξε τα χέρια για να του τα φιλήσει και τον ρώτησε, πού θα μπορούσε να αγοράσει ένα καλό Κανονάκι. Αυτός ήταν ο στόχος εκείνου τού ταξειδιού, τον οποίο δεν είχα φανερώσει ως τώρα. Ο Σερίφ τού έδωσε τη διεύθυνση του σπιτιού του και μόλις ξημέρωσε ο κυρ-Παναγιώτης πήρε το πρώτο ταξί που βρήκε εμπρός του και πήγε στην φτωχογειτονιά με τα ετοιμόρροπα ξύλινα ρωμαίικα σπίτια -τρίπατα, τετράπατα ή και περισσότερο ψηλά- σε μια περιοχή με χωμάτινους δρόμους, πολλή λάσπη και πλήθος ξυπόλυτων και λασπωμένων παιδιών. Αυτό μέσα στην Κωσταντινούπολη· κέντρο απόκεντρο, καθώς λέμε.
Ο κυρ-Παναγιώτης ανέβηκε στο σπίτι τού Σερίφ εφέντη, ήπιε το τσάγι που τού προσέφερε η κυρία Σερίφ και ζήτησε να δει κάποιο Κανονάκι. Ο σπουδαίος εκείνος μουσικός ήταν ο ίδιος και κατασκευαστής. [Οι Τούρκοι έχουν στην Κωνσταντινούπολη ένα Πανεπιστήμιο (πολλά χρόνια πριν η Ελλάδα αποκτήσει την πρώτη της Σχολή Μουσικολογίας στο Αριστοτέλειο), επταετούς φοιτήσεως, όπου διδάσκονται η μουσική τους και τα μουσικά τους όργανα. Το εντυπωσιακότερο· στα δύο πρώτα χρόνια των σπουδών τους οι φοιτητές μαθαίνουν να κατασκευάζουν το όργανο που διδάσκονται· έτσι, χρόνο με το χρόνο βελτιώνεται η ποιότητα των οργάνων στην Τουρκία].
Ο Σερίφ εφέντης πρότεινε στον κυρ-Παναγιώτη ένα Κανόνι, εκείνος ενθουσιάστηκε και θέλησε να το αγοράσει. Δεν τού έφταναν, όμως, τα χρήματα. Λυπήθηκε πολύ. Κάποια στιγμή βρήκε το θάρρος και χωρίς παζάρια, με ευθύτητα λέγει στον Σερίφ. «Σε παρακαλώ, είμαι τίμιος άνθρωπος, πάρε όσα χρήματα έχω, δώσε μου το όργανο κι εγώ θα βρώ τρόπο να σου στείλω τα υπόλοιπα.» Ομιλούμε για το έτος 1984, αν μπορώ να υπολογίσω καλά. Αντιλαμβανόμεθα πόσο δύσκολο ήταν να στείλει κανείς ακόμη και μια επιστολή από την Ελλάδα στην Τουρκία. Πόσο μάλλον να στείλει χρήματα! Αδιανόητα, πράγματα για την εποχή.
Περίπου τρία χρόνια μετά, πήγαμε μαζί με τον κυρ-Παναγιώτη στην Πόλη. Είχε παραγγείλει για μένα Κανονάκι στον Σερίφ και πήγαμε να το πάρω. Όταν αντάμωσαν οι δύο φίλοι πλέον, έπεσε ο Σερίφ στην αγκαλιά τού κυρ-Παναγιώτη κλαίγοντας και έλεγε: «Δεν υπάρχουν άνθρωποι τίμιοι σαν τον Παναγιώτη. Πιο τίμιος άνθρωπος από τον Παναγιώτη δεν υπάρχει σε όλο τον κόσμο. Εγώ τού έδωσα τότε το Κανονάκι και είπα μέσα μου. Δεν πειράζει, είναι καλός άνθρωπος, χαλάλι. Δεν ελπίζω ότι θα πάρω ποτέ τα υπόλοιπα. Και τόσα που πήρα πληρώνεται ο κόπος μου».
Τί είχε συμβεί; Ο κυρ-Παναγιώτης είχε ένα φίλο στην Καβάλα, τον Γιάννη τον ταξιτζή, που παίζει και Βιολί. Εκείνος είχε επισκεφθεί αρκετές φορές τον κυρ-Παναγιώτη στο Βόλο. Ο μακαρίτης ο δάσκαλος έμαθε ότι ο Γιάννης θα πήγαινε στην Πόλη, βρήκε τρόπο, έστειλε τα χρήματα στον Γιάννη, εκείνος τα πήγε στον Σερίφ και ο Σερίφ δεν πίστευε στα μάτια του. Δεν ξεχνώ ποτέ την αγωνία του κυρ-Παναγιώτη να ξεχρεώσει την υπόσχεσή του. Ήταν για εκείνον ύψιστο ζήτημα τιμής. Όταν τα κατάφερε, έλαβε την μεγαλύτερη χαρά τής ζωής του. Ελευθερώθηκε!
Η συνέχεια την επομένη Κυριακή
Πηγή : Εφημερίδα Θεσσαλία https://e-thessalia.gr/o-moysikodidaskalos-panagiotis-mich-acheilas-ithos-mikrasias-sta-moysika-ithi-tis-magnisias-meros-v/